- λοχαγός
- capitaine
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λοχαγός — ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος) διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.) νεοελλ. στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο… … Dictionary of Greek
λοχαγός — λοχᾱγός , λοχαγός leader of an armed band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχαγός — ο αξιωματικός του στρατού ξηράς, διοικητής λόχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοχαγεύω — [λοχαγός] εκτελώ καθήκοντα λοχαγού, διοικώ λόχο αναπληρώνοντας τον λοχαγό χωρίς να έχω τον βαθμό τού λοχαγού … Dictionary of Greek
Скоробогатов, Александр Викторович — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Скоробогатов. Александр Викторович Скоробогатов … Википедия
ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] … Dictionary of Greek
ԴԱՐԱՆԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 1 0603 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. λοχαγός cohortis (insidiantis) praefectus, centurio Զօրագլուխ առանձին գնդի՝ առաւել ի պէտս դարանաց. ըստ հոմաձայնութեան յն. λοχαγός գնդապետ, եւ դարանապետ. զի λόχος , եւ գունդ, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
Greek military ranks — Modern Greek military ranks are based on Ancient Greek Byzantine terminology, even though the ranks correspond to those of other Western armies. For example, ancient hoplite unit of approximately 100 men, the lochos, is today the name for a… … Wikipedia
Lokhagos — (Λοχαγός; abbreviated as Λγος) is used in the Greek language to mean Captain . The term has been used since the times of Ancient Greece to describe the commanding officer of a lokhos (company). The average lokhos of the time numbered a hundred… … Wikipedia
Menis Koumandareas — Μένης Κουμανταρέας Born 1931 Athens, Greece Occupation Writer Nationality Greek … Wikipedia
Лох войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая ¼ моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 человек, следовательно, Л. имел от 100 до 200 человек. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона